Αργιλοι: Σύνθετα ορυκτά αργιλίου(Αl), πυριτίου(Si) με ασβέστιο(Ca), μαγνήσιο(Mg), σίδηρο(Fe), κάλιο(K), νάτριο(Na) και νερό(H2O). Μητρικά πετρώματα των αργίλων είναι διάφορα ηφαιστειακά υλικά τα οποία με την φυσική διαδικασία της εξαλλοίωσης μετατρέπονται σε αργιλικά ορυκτά. Χαρακτηριστικό των αργίλων είναι ή μικροκρυσταλλική μορφή τους. Αποτελούνται από πλακοειδής, με σημαντική ποσότητα νερού, ανάμεσα στους κρυστάλλους. Το νερό δρα σαν «λιπαντικό» και επιτρέπει την ολίσθηση των κρυστάλλων προσδιορίζοντας τις πλαστικές ιδιότητες στον πηλό. Ένα μηχανικό ανάλογο είναι όταν τοποθετήσουμε λεπτές πλάκες γυαλί την μία πάνω στην άλλη. Αν προσθέσουμε νερό ανάμεσα στις πλάκες, τότε βλέπουμε ότι αυτές γλιστράνε εύκολα η μία πάνω στην άλλη και μπορούν να διαμορφωθούν σε πλαστικά σχήματα.


Αγωγιμότητα (ηλεκτρική) (conductivity): Η ηλεκτρική αγωγιμότητα ορίζετε ως η ικανότητα μίας ουσίας να άγει το ηλεκτρικό ρεύμα. Η μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται συνήθως είναι το Siemens/cm (S/cm) ή οι υποδιαιρέσεις (10-6)S=( μS/cm ) και (10-3)S=(mS/cm).
Στα υδατικά διαλύματα ή αγωγιμότητα είναι ευθέως ανάλογη με την συγκέντρωση των διαλυτών αλάτων, συνεπώς όσο μεγαλύτερη συγκέντρωση, τόσο μεγαλύτερη και η αγωγιμότητα. Η σχέση ανάμεσα στην αγωγιμότητα και στην συγκέντρωση των διαλυτών αλάτων μπορεί να εκφραστεί, ανάλογα με την εφαρμογή, με ικανοποιητική προσέγγιση ως εξης:

1.4μS/cm = 1 ppm ή 2μS/cm = 1 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο CaCO3)

όπου 1 ppm = 1 mg/L η μονάδα μέτρησης συγκέντρωσης διαλυτών αλάτων.
Μέτρηση της ηλεκτρικής αγωγιμότητας πραγματοποιείται κατά την διάρκεια αφαλάτωσης διαφόρων αντικειμένων.

Αδρανή υλικά: Με τον όρο «αδρανή υλικά» ή απλώς αδρανή χαρακτηρίζονται όλα τα κοκκώδη υλικά που προέρχονται από την φυσική κατάτμηση ή την τεχνητή θραύση των φυσικών πετρωμάτων ή ακόμα και των βιομηχανικών υπολειμμάτων π.χ. σκωρίες. Τέτοια υλικά είναι οι άμμοι, τα σκύρα, οι θραυστοί λίθοι, ή κίσσηρης, οι σκωρίες κλπ.

Ακρυλικά (acrylic resin): Ονομάζονται τα πολυμερή προσθήκης του προπενονιτριλίου (ή ακτυλονιτριλίου).

Απεσταγμένο νερό (distilled water) : Είναι το νερό που έχει παραληφθεί με απόσταξη. Πρόκειται για 100% καθαρό νερό, που δεν περιέχει ούτε ανιόντα ούτε κατιόντα (εκτός από τα ιόντα Η+ και ΟΗ-) ούτε άλλες προσμίξεις.

Απιοντισμένο νερό (deionized water): Ονομάζεται το νερό από το οποίο έχουν απομακρυνθεί όλα τα ιόντα (ανιόντα και κατιόντα) με την βοήθεια ιοντοανταλλακτικών ρητινών.

Αρχειακής ποιότητας (archival quality) : Όρος που προσδιορίζει ένα υλικό, ένα προϊόν η μια διαδικασία ως ανθεκτικά, χημικώς σταθερά και εν γένει κατάλληλα για χρήση σε συντηρησιακές εργασίες. Ως όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδιορίσει τις ιδιότητες του χαρτιού, των χαρτονιών και όλων των υλικών που χρησιμοποιούνται στην συντήρηση χαρτιού.

Αφαλάτωση (desalination): Ονομάζεται η απομάκρυνση των αλάτων από διάφορα αντικείμενα. Η αφαλάτωση βασίζεται στην ιδιότητα των διαλυμάτων διαφορετικής συγκεντρώσεων να εξισώνουν την συγκέντρωσή τους όταν έρθουν σε επαφή. Η αφαλάτωση πραγματοποιείται με την εμβάπτιση των αντικειμένων ή την εναπόθεση σε αυτά επιθεμάτων απιονισμένου νερού. Η διαδικασία σταματά όταν ή ηλεκτρική αγωγιμότητα του εκπλύματος διατηρείται σε σταθερα χαμηλή τιμή.

Βαφές (Dyes): Είναι σύμπλοκες οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια χρωμοφόρα ομάδα υπεύθυνη για το χρώμα.

Βερνίκια: Ουσίες σε ρευστή κατάσταση οι οποίες όταν απλωθούν πάνω σε ένα υπόστρωμα, είτε υπό μορφή διαλυμάτων είτε υπό μορφή κολλοειδών συστημάτων (αιωρήματα ή γαλακτώματα), σχηματίζουν στερεά ελαστικά υμένιων(Films). H στερεοποίηση τους λαμβάνει χώρα με διάφορες φυσικές ή χημικές διεργασίες
-Εξάτμιση του διαλύτη (φυσικές ρητίνες, γόμες, ζωικές κόλλες)
-Οξειδωτικό πολυμερισμό (ξηραινόμενα έλαια)
-Επίδραση της θερμοκρασίας(κεριά)

Βιολογική διάβρωση (biological degradation):Διάβρωση που προέρχεται από άλγη, βρύα, μικροοργανισμούς, μύκητες, λειχήνες, ακάρεα κ.α.

Βόρακας (Borax): Είναι το άλας του τετραβορικού οξέος με νάτριο (Na2B4O7.4H2O). Στην φύση υπάρχει με την μορφή του ορυκτού βόρακα, (Na2B4O7. 10H2O).

Γαλάκτωμα (emoulsion) : Ονομάζεται το κολλοειδές σύστημα διασποράς που προκύπτει από την ανάμιξη υγρών, η οποία γίνεται συνήθως με μηχανικό τρόπο(π.χ. με μαγνητικό αναδευτήρα). Το υγρό στο οποίο γίνεται η διασπορά ονομάζεται συνήθως εξωτερική φάση ενώ το υγρό που διασπείρεται καλείται εσωτερική φάση. Τα γαλακτώματα δεν είναι συνήθως σταθερά συστήματα, διότι τα σταγονίδια της εσωτερικής φάσης τείνουν να συσσωματωθούν εξαιτίας της επιφανειακής τάσης και να οδηγήσουν στον διαχωρισμό των δύο φάσεων (καταστροφή γαλακτώματος). Η παρεμπόδιση της συσσωμάτωσης επιτυγχάνεται με την προσθήκη μιας τρίτης ουσίας που σχηματίζει μια προστατευτική στοιβάδα ή υμένιο γύρω από την επιφάνεια των σταγονιδίων που βρίσκονται σε διασπορά. Τέτοιες ουσίες είναι οι αλκαλικοί σάπωνες, η καζεΐνη, το αραβικό κόμμι, η λανολίνη κ.α. που ονομάζονται γαλακτωματοποιητικές (emulsifier) ουσίες.

Γύψος (gypsum): Ονομάζεται το ορυκτό με μοριακό τύπο CaSO4.2H2O. Είναι από τα πλέον ενδιαφέροντα θειικά άλατα των αλκαλικών γαιών. Με παρατεταμένη θέρμανση στους 130-180?C αποβάλλει μεγάλο μέρος του κρυσταλικού νερού και δίνει την πλαστική γύψο (plaster of Paris). Η πλαστική γύψος μπορεί να προσλάβει νερό και να μετατραπεί σε σκληρή μάζα. Η σκλήρυνση της επιταχύνεται με προσθήκη άλατος μαγνησίου και επιβραδύνεται με την προσθήκη βόρακος.

Γυψοποίηση του μαρμάρου: Η μετατροπή του μαρμάρου (CaCO3) σε γύψο (CaSO4.2H20) που οφείλετε στην παρουσία των οξειδίων του θείου στην ατμόσφαιρα αστικών και βιομηχανικών περιοχών. Τα οξείδια του θείου παρουσία υγρασίας μετατρέπετε σε θεϊκό οξύ που διαλυτοποιεί το μάρμαρο. Στα σημεία που δεν ξεπλένονται από το νερό της βροχής έχουμε τον σχηματισμό γύψου σύμφωνα με την αντίδραση:

CaCO3 + SO2 + 1/2O2 +2H2O -> CaSO4.2H2O + CO2

Δείκτες : Είναι ουσίες, που το χρώμα τους εξαρτάται από το pH. Οι δείκτες είναι συνήθως ασθενή οξέα η βάσεις που η αδιάστατη μορφή τους έχει διαφορετικό χρώμα από τα αντίστοιχα ιόντα. Δείκτες είναι η φαινυλοφθαλείνη, το βάμμα του ηλιοτροπίου κ.α

Διάλυμα (solution) : Ονομάζεται κάθε ομογενές σύστημα δύο ή περισσότερων χημικών ουσιών. Τα συστατικά ενός διαλύματος μπορεί να βρίσκονται σε οποιαδήποτε από τις τρεις καταστάσεις της ύλης (στερεή, υγρή, αέρια). Το συστατικό ενός διαλύματος που έχει την ίδια φυσική κατάσταση με αυτή του διαλύματος και ταυτόχρονα βρίσκεται σε μεγαλύτερη ποσότητα από όλες τις άλλες ουσίες ονομάζεται διαλύτης. Όλες οι υπόλοιπές ουσίες του διαλύματος ονομάζονται διαλυμένες ουσίες.

Διαλύτης (solvent): Ονομάζεται το μέσο στο οποίο διαλύονται μια ή περισσότερες ουσίες προς σχηματισμό διαλύματος. Η ποσότητα του διαλύτη είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα της διαλυμένης ουσίας ενώ παράλληλα, το διάλυμα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με αυτόν. Οι διαλύτες διακρίνονται σε πολικούς και μη πολικούς

Διαλύτες πολικοί (polar solvent): Ονομάζονται οι διαλύτες των οποίων τα μόρια εμφανίζουν πολικότητα (σαφή εντοπισμό αρνητικού και θετικού φορτίου). Παραδείγματα πολικών διαλυτών είναι το νερό, η μεθανόλη, ή αιθανόλη καθώς και άλλες αλκοόλες, η αμμωνία, η ακετόνη, το οξικό οξύ κ.α. Οι πολικοί διαλύτες διαλύουν πολικές ενώσεις («όμοια διαλύουν όμοια») και η διάλυση γίνεται εξαιτίας της ανάπτυξης διαμοριακών δυνάμεων.

Διαλύτες μη πολικοί (non polar solvent): Ονομάζονται οι διαλύτες των οποίων τα μόρια δεν εμφανίζουν πολικότητα. Παραδείγματα πολικών διαλυτών είναι το βενζόλιο, το τουλουόλιο, το ξυλόλιο κα. Η διάλυση γίνεται εξαιτίας της μεταβολής της εντροπίας.

Ημικυτταρίνες (Hemicelluloses): Είναι μίγμα συμπολυμερών (πολυσακχαριτών) και μαζί με την κυτταρίνη και την λιγνίνη συγκρατούν τα κυτταρικά τοιχώματα των ξύλινων ιστών.

Θερμοπλαστικά πολυμερή: Ονομάζονται τα πολυμερή τα οποία αποσυντίθενται ή διασπώνται κατά την θέρμανση πάνω από μια ορισμένη, για κάθε πολυμερές θερμοκρασία, τη θερμοκρασία υαλώδους μεταπτώσεως Τg.

Θερμοσκληρυνόμενα πολυμερή: Ονομάζονται τα πολυμερή που μεταβάλλουν. όχι αντιστρεπτά, τις αρχικές τους ιδιότητες με θέρμανση πάνω από μια ορισμένη θερμοκρασία, παρουσία συνήθως ορισμένων χημικών ενώσεων.

Θερμοστατικά πολυμερή: Τα πολυμερή τα οποία μαλακώνουν όταν θερμαίνονται αλλά η δομή των μορίων παραμένει αναλλοίωτη

Ιαπωνικό χαρτί: Χειροποίητο χαρτί που κατασκευάζεται σύμφωνα με την Ιαπωνική παράδοση από καθαρή κυτταρίνη, με μακριές ίνες που χρησιμοποιείται στην συντήρηση χαρτιού λόγω της ανθεκτικότητας του και της καλής συμπεριφοράς του στον χρόνο.

Ιοντοεναλλακτικές ρητίνες: Είναι πολυμερή με μεγάλου μήκους αλυσίδες, που λόγω των όξινων και βασικών ομάδων που περιέχουν και με μέσο το νερό, μπορούν να πραγματοποιήσουν ανταλλαγή ιόντων ανάμεσα στα ασθενή ιόντα της ρητίνης και στα κατιόντα ή τα ανιόντα των συστατικών της κρούστας. Ανάλογα με το είδος των ρητινών πραγματοποιούνται όξινες ή αλκαλικές αντιδράσεις . Η μέθοδος είναι αργή και εφαρμόζεται με την μορφή επιθέματος από λεπτόκοκκες ρητίνες.

Κιτρικό οξύ (citric acid): C6H8O7 Τρικαρβονικό υδροξυοξύ. 'Αχρωμη κρυσταλλική ουσία, ευδιάλυτη στο νερό ΣΤ: 177°C.

Κήροι (waxes) : Είναι εστέρες ανωτέρων οξέων με ανώτερες μονοσθενείς αλειφατικές αλκοόλες. Είναι ουσίες στερεές με λιπαρή υφή. Έχουν χαμηλό σημείο τήξεως ενώ είναι αδιάλυτες στο νερό και διαλυτές στον διαιθυλαιθέρα και στην βενζίνη.

Κίσσηρης - ποζολάνη (pozolana):Η κίσσηρης ή ελαφρόπετρα είναι πέτρωμα ηφαιστειογενές με υαλώδη ιστό. Αποτελείται κυρίως από Si02μέχρι 70%, και Al2O3 μέχρι 15% και έχει χρώμα γκριζόλευκο. Το μέγεθος του κόκκου του υλικού είναι το κριτήριο που χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί την ποζολάνη (συνδετικό υλικό) από την ελαφρόπετρα (αδρανή υλικό).

Κολλοειδή(colloids):Είναι διαλύματα στα οποία τα σωματίδια της διαλυμένης ουσίας έχουν μέγεθος 5.10-5 - 10-7 cm και βρίσκονται σε διασπορά μέσα στο διαλύτη που ονομάζεται μέσω διασποράς.

Κονίαμα (mortar): Είναι μίγμα συνδετικής ύλης (κονίας), αδρανών (άμμου, μαρμαρόσκονης κ.α.) και νερού απαραίτητο για να αποκτήσει το μίγμα πλαστικότητα και να σκληρύνει.

Κονία( plaster): Ονομάζονται τα κονιοποιημένα υλικά, που όταν αναμιγνύονται με το νερό σχηματίζουν πολτό που παρουσιάζει συγκολλητικές ιδιότητες, πράγμα που επιτρέπει την μορφοποίηση τους και την πρόσφυση τους σε κατάλληλες επιφάνειες. Στην συνέχεια ο πολτός πήζει, σκληραίνει και απόκτα αξιόλογη αντοχή με διαδικασίες οι οποίες περιλαμβάνουν κατά κανόνα χημικές μεταβολές. Οι κονίες διαιρούνται σε δύο κύριες κατηγορίες: τις αερικές και τις υδραυλικές.

Κονία αερική:Είναι οι κονίες, οι οποίες πήζουν, σκληραίνουν, αποκτούν μηχανική αντοχή και την διατηρούν μόνο όταν βρίσκονται σε επαφή με τον αέρα. Αντιπροσωπευτική κονία του τύπου αυτού είναι η υδράσβεστος.

Κονία υδραυλική: Είναι οι κονίες, οι οποίες πήζουν, σκληραίνουν, αποκτούν μηχανική αντοχή και την διατηρούν με την επίδραση του νερού. Αντιπροσωπευτικός τύπος της κατηγορίας αυτής είναι το τσιμέντο.

Κουρασάνι: Το κουρασάνι παράγεται από την κονιορτοποίηση τούβλων και κεραμικών. Όταν η κονιορτοποίηση είναι αρκετά λεπτή το προϊόν, σε συνδυασμό με υδράσβεστο, εμφανίζει υδραυλικές ιδιότητες.

Κυτταρίνη (cellulose) :Είναι ή σπουδαιότερη και η σε μεγαλύτερη ποσότητα οργανική ουσία που βρίσκεται στην φύση. Γραμμικό πολυμερές με δομική μονάδα την 1,4-β-D-γλυκοπυρανόλη, παρουσιάζει μεγάλο βαθμό πολυμερισμού (>10000)

Λαζούρα (glaze): Στρώμα διαφανές ή ελαφρώς ημιδιαφανές που μεσολαβεί ανάμεσα στο χρωματικό στρώμα και το βερνίκι με σκοπό να καταστήσει το χρωματικό στρώμα πιο έντονο

Λιγνίνη (lignin): Είναι το σπουδαιότερο και η σε μεγαλύτερη ποσότητα συστατικό της φυτικής βιομάζας, μετά την κυτταρίνη. Είναι ένα πολύπλοκο πολυμερές υλικό με δομική μονάδα το φαινυλοπροπάνιο.

Μηχανικός καθαρισμός: Ο καθαρισμός που πραγματοποιείται με χρήση μικροεργαλείων, εργαλείων και ειδικών συσκευών.

Μίγματα (mixtures) :Είναι ο συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων καθαρών ουσιών με οποιαδήποτε αναλογία.

Νίτρωση του μαρμάρου: Η μετατροπή του μαρμάρου (CaCO3) στο εξαιρετικά ευδιάλυτο ανθρακικό νάτριο (Ca(NO3)2) που οφείλετε στην μεγάλη συγκέντρωση ΝΟχ στην ατμόσφαιρα των αστικών και βιομηχανικών περιοχών. Το διοξείδιο του αζώτου σχηματίζει παρουσία υγρασίας, οξυγόνου ή όζοντος νιτρικό οξύ το οποίο αντιδρά με το ανθρακικό ασβέστιο και δίνει το ευδιάλυτο νιτρικό ασβέστιο σύμφωνα με την αντίδραση:

CaCO3 + 2H+ + NO-3 -> Ca(NO3)2 + CO3-2 + H2O

Ξύλο(wood):Φυσικό προϊόν που αποτελείται από κυτταρίνη, ημικυτταρίνες, λιγνίνη καθώς επίσης και από μικρές ποσότητες ανόργανων συστατικών όπως πηκτίνες, πρωτεΐνες, άμυλο και μικρού μοριακού βάρους φαινόλες και ολιγοσακχαρίτες

Οξείδωση (oxidation): Είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μία ουσία αποβάλλει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια. Η ουσία που οξειδώνεται σε μία χημική αντίδραση καλείται και αναγωγική, επειδή ανάγει άλλες ουσίες, ενώ ή αποβολή των ηλεκτρονίων συνεπάγεται την αύξηση του αριθμού οξείδωσης των ατόμων της οξειδούμενης ουσίας

Οξικό πολυβινύλιο (PVA) : Παράγεται από του πολυμερισμό του οξικού βινυλίου. Στην εμπορική του μορφή βρίσκεται είτε σε κόκκους διαλυτούς στην ακετόνη ή και σε νερό (για μικρές ποσότητες). Πιο συνηθισμένο εμπορικό του όνομα είναι Mowilith, Vinavil. Το οξικό πολυβινύλιο διαλυμένο σε οξικό αμυλεστέρα κυκλοφορεί στο εμπόριο με την ονομασία UHU (κίτρινη).

Οργανικό μέσο στην ζωγραφική: Είναι ουσίες που έχουν την ιδιότητα να στερεοποιούνται με την πάροδο του χρόνου και εξυπηρετούν δύο σκοπούς. Όταν βρίσκονται στην υγρή φάση λειτουργούν ως μέσα διασποράς των χρωστικών για την δημιουργία μιας ομοιογενούς μάζας, τότε ονομάζονται φορείς (vehicle). Μετά τη φυσική ή χημική διαδικασία στερεοποίησης τους συγκρατούν τα διασπειρόμενα σωματίδια σταθερά επιτυγχάνοντας την συνοχή των υλικών αλλά και την καλή πρόσφυση του χρωματικού στρώματος στο υπόστρωμα, τότε ονομάζονται συνδετικά υλικά (binder). Ως οργανικά μέσα έχουν χρησιμοποιηθεί και φυσικά ( μαστίχα, δάμαρ, ζελατίνα, οστεόκολλα, ψαρόκολλα, γόμα λάκα, σέλακ, αυγό, καζεΐνη, λινέλαιο, κήροι κ.α) αλλά και συνθετικά (ακρυλικά, βινυλικά, κετονικά, εποξειδικά, σιλικόνες κ.α) υλικά.

Πηκτή (gel) : Είναι κολλοειδές σύστημα διασποράς στο οποίο η διαμερισμένη ουσία και η διαμερίζουσα ουσία είναι υγρή. Η πηκτή έχει πολύ μεγάλο συντελεστή ιξώδους και είναι εξαιρετικά παχύρρευστο υγρό σε μορφή στερεού.

Πε-χα(pH): Oνομάζεται ο αρνητικός δεκαδικός λογάριθμος της συγκέντρωσης των ιόντων υδροξωνίου, [H3O+] ενός διαλύματος:

pH= -log[H3O+]

Ανάλογα με την τιμή του pH ένα διάλυμα θεωρείται αλκαλικό (pH>7), όξινο (pH<7), ουδέτερο (pH=7).Το pH ενός διαλύματος είναι δυνατό να βρεθεί κατά προσέγγιση με την βοήθεια δεικτών ή ακόμη με πεχαμετρικού χαρτιού το οποίο περιέχει δείκτη Universal. Για την ακριβή μέτρηση του pH ενός διαλύματος απαιτείται η χρήση πεχάμετρου.

Πεχάμετρο (pH -meter): Όργανο που μετρά το pH που αποτελείται από ένα βολτόμετρο συνδεδεμένο με δύο ηλεκτρόδια τα οποία βυθίζονται στο διάλυμα Η διαφορά δυναμικού μεταξύ των ηλεκτροδίων είναι ανάλογη προς το pH του διαλύματος το οποίο αναγράφεται στην κλίμακα του πεχάμετρου.

Πλαστικά: Καλούνται τα συνθετικά υλικά που έχουν σαν βάση τα πολυμερή. Στην βιομηχανία, η βασική ύλη των πλαστικών, δηλ το πολυμερές πολλές φορές ονομάζεται και ρητίνη (resin).

Πολυμερισμός (polymerization): Ονομάζεται η χημική αντίδραση οργανικών μορίων που ονομάζονται μονομερή προς σχηματισμό μεγαλομοριακών ενώσεων με πολλαπλάσια σχετική μάζα.

Πολυμερή (polymer): Ονομάζετε η χημική ένωση της οποίας τα μόρια έχουν μεγάλο μήκος και σχετική μοριακή μάζα και αποτελούνται από μια ομάδα ατόμων η οποία επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

Πολυμερή φυσικά: Πολυμερή τα οποία απατούνται στην φύση όπως για παράδειγμα η κελλουόζη, DNA, οι πρωτεΐνες.

Πολυμερή συνθετικά: Κατατάσσονται τα πολυμερή που παράγονται τεχνητά. Παραδείγματα είναι το πολυστυρένιο, τεφλόν, πολυαιθυλένιο κ.α.

Πολυαιθυλένιο (polyethylene) :Ονομάζεται το πολυμερές που προκύπτει κατά τον πολυμερισμό του αιθυλενίου. Το πολυαιθυλένιο παράγεται με πολυμερισμό προσθήκης και είναι ένα από τα πιο απλά και διαδεδομένα θερμοπλαστικά πολυμερή. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, το πολυαιθυλένιο διακρίνεται σε χαμηλής πυκνότητας (LDPE) και υψηλής πυκνότητας (HDPE).

Πολυβινυλοχλωρίδιο (polyvinylchloride) : Ονομάζεται το πολυμερές που προκύπτει από τον πολυμερισμό του βινυλοχλωριδίου. Το πολυβινυλοχλωρίδιο ή αλλίως PVC είναι ευρύτατα διαδεδομένο και χρησιμοποιείται ως μονωτικό υλικό κατασκευής, σκευών διατροφής κ.λ.π.

Πολυεστέρας (polyester) : Ονομάζεται το πολυμερές που προκύπτει κατά τον πολυμερισμό δικαρβονικών οργανικών οξέων με δισθενείς αλκοόλες. Παράδειγμα είναι το «ντράκον» (dracon) το οποίο είναι το προϊόν πολυμερισμού του τερεφθαλικού οξέος και της αιθυλενογλυκόλης. Το «ντράκον» με την μορφή πολύ λεπτού υμενίου ονομάζεται melinex ή mylar.

Πολυουρεθάνη (polyurethane) : Το πολυμερές που προκύπτει από τον πολυμερισμό μιας οργανικής ισοκυανικής ένωσης με μία αλκοόλη.

Πολυπροπυλένιο (polypropylene) :Ονομάζεται το πολυμερές που προκύπτει από τον πολυμερισμό του προπυλενίου. Το πολυπροπυλένιο είναι ευρύτατα διαδεδομένο και χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιών καθώς και δοχείων για τρόφιμα και διάφορα υγρά

Προετοιμασία υποστρώματος (preparation): H τοποθέτηση πάνω στο υπόστρωμα ενός η περισσοτέρων στρωμάτων που σκοπό έχει την δημιουργία μιας στερεής, συμπαγούς, λείας και επίπεδης επιφάνειας όπου θα υποδεχθεί το χρωματικό στρώμα. Ως υλικά προετοιμασίας έχουν χρησιμοποιηθεί η γύψος και το ανθρακικό ασβέστιο (Gesso) ή και κάποιες λευκές χρωστικές όπως το λευκό του μολύβδου (2PbCO3.Pb(OH)2, το λευκό του τιτανίου (TiO2) ή το λευκό του ψευδαργύρου (ZnO) και όσον αφορά τις σκουρόχρωμες προετοιμασίες , η όμπρα, η σιέννα, σε μίγματα με έλαια και οργανικές κόλλες φυσικές ή τεχνητές.


Προσροφητικές άργιλοι: Πρόκειται για αργίλους που έχουν περιθώριο στο πλέγμα τους να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες οργανικών ουσιών και λόγω πάλι του πλέγματος τους ασκούν ισχυρές ελκτικές δυνάμεις. Οι πιο γνωστές είναι ο ατταπουλγίτης [(Mg,Cl)2Si4O10(OH).4(H2O)] και ο σεπιόλιθος [Mg4Si6O15(OH)2.6(H2O)]. Για την δράση τους υπάρχουν απόψεις που διίστανται. Θεωρητικά μπορούν να καθαρίσουν μεγάλη ποικιλία ρύπων. Η χρήση τους απαιτεί την ανάμειξη τους με νερό και η δημιουργία ενός είδους λάσπης με την οποία σκεπάζουμε την προς καθαρισμό επιφάνεια και όταν στεγνώσει τελείως την αφαιρούμε με σπάτουλα ξεπλένοντας με νερό. Η χρήση των προσροφητικών αργίλων μπορεί να επεκταθεί και στις περιπτώσεις δημιουργίας επιθεμάτων με βάση διάφορα αντιδραστήρια.

Ρητίνη (resin) : Ονομάζεται κάθε πολυμερές το οποίο αποτελεί πρώτη ύλη παραγωγής διαφόρων πλαστικών. Οι ρητίνες είναι δυνατόν να είναι φυσικής είτε τεχνητής προέλευσης και είναι παχύρρευστες ουσίες οι οποίες στερεοποιούνται κατά τον πολυμερισμό.

Σάπωνες (soaps): Είναι μίγματα αλάτων με νάτριο ή κάλιο, των λιπαρών οξέων τα οποία προέρχονται από αλκαλική υδρόλυση (σαπωνοποίηση) των γλυκεριδίων των ζωικών ή φυτικών λιπών και ελαίων. Οι σάπωνες έχουν απορρυπαντικές ιδιότητες και παρόλο που ήταν γνωστοί από το 600 π.Χ. η συστηματική τους χρήση άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα.

Σιλάνια ( Silanes, silicanes, silocon hydrides): Είναι οι ανόργανες ενώσεις του τύπου Sin H2n+2 όπου n ακέραιος αριθμός με n >=1. Παρασκευάζονται δύσκολα τόσο στο εργαστήριο όσο και στην βιομηχανία και συνήθως παραλαμβάνεται μίγμα τους με άλλες οργανοπυριτικές ενώσεις από το οποίο διαχωρίζονται με διάφορες μεθόδους. Το πρώτο μέλος της σειράς είναι το μονοσιλάνιο SiH4, το δεύτερο μέλος είναι το δισιλάνιο H3Si - SiH3 κ.λ.π. Μέχρι σήμερα έχουν συντεθεί σιλάνια που περιέχουν μέχρι και 8 άτομα πυριτίου. Τα δύο πρώτα μέλη της σειράς είναι αέρια ενώ τα υπόλοιπα είναι υγρά. Τα σιλάνια είναι τα πυριτικά ανάλογα των αλκανίων αλλά είναι ασταθέστερα των τελευταίων.

Σιλικόνες (silicones) : Είναι πολυμερείς οργανοπυριτικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν διαδοχικά άτομα οξυγόνου και πυριτίου ενωμένα μεταξύ τους με απλούς ομοιοπολικούς δεσμούς. Οι σιλικόνες παρασκευάζονται με υδρόλυση των χλωροσικανίων, οπότε σχηματίζονται οι σιλανόνες οι οποίες είναι ασταθείς και αυτοπολυμερίζονται με ταυτόχρονο σχηματισμό νερού.

 

                                                                                      R
                                                                                      |
n R2 SiCl2 + 2n H2 O -> nR2Si(OH)2 + 2n HCl -> HO -[ Si - O]n - H
                                                                                      |
                                                                                      R

Χλώρο - σιλάνιο                      σιλανόνη                            σιλικόνη


Υπάρχουν πολλά είδη σιλικόνων, στα οποία ανήκουν διάφορα λιπαντικά, ελαστικά, πλαστικά και βερνίκια. Παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα, η ιδιαίτερα μεγάλη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες και στα χημικά αντιδραστήρια, καθώς και η πολύ μικρή μεταβολή του ιξώδους τους σε ένα σχετικά μεγάλο εύρος θερμοκρασιών.

Σιλοξάνια (Siloxanes) : Είναι οργανοπυριτικές ενώσεις οι οποίες περιέχουν δεσμούς του τύπου Si - O - Si . Σχηματίζονται κατά των διμερισμό των αντίστοιχων σιλανόνων σύμφωνα με γενική χημική εξίσωση :

2RnSi(OH)n-4 -> RnSi(O)n-4SiRn + (n-4)H2O

όπου R οργανική ομάδα (συνήθως αλκύλιο) και n ακέραιος από 1 έως 3.


Στερέωση (consolidation): Η διαδικασία με την οποία επιδιώκουμε την επιφανειακή σταθεροποίηση του υλικού, την ενίσχυση των μηχανικών αντοχών και την αύξηση της συνεκτικότητας του υλικού

Συγκολλητικό (adhesive) : Ουσία που χρησιμοποιείται για να ενώσει δυο υλικά με χημική η μηχανική δράση. Συνήθως χρησιμοποιείται σε υγρή μορφή και πιο σπάνια σε στερεή μορφή και ενεργοποιείται με θέρμανση ή πίεση. Το συγκολλητικό που χρησιμοποιείται στην συντήρηση έργων τέχνης και αρχαιοτήτων θα πρέπει να έχει καλή συμπεριφορά στον χρόνο και να είναι αντιστρεπτό.

Σύνδρομο Vinegar: Είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την χημική αντίδραση που λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της διάβρωσης της τριοξικής κυτταρίνης, συστατικό των μαγνητοταινιών.

Συμπολυμερή: Πολυμερή τα οποία προκύπτουν από τον πολυμερισμό δύο ενώσεων και ονομάζονται συμπολυμερή π.χ. συνθετικό καουτσούκ (λάστιχο) συμπολυμερές βουταδιενίου - στυρενίου.

Τσιμέντο (cement): Στον όρο τσιμέντο περιλαμβάνεται μια μεγάλη κατηγορία υδραυλικών κονιών, που παρασκευάζονται με την λειοτρίβηση πετρωμάτων κατάλληλης σύνθεσης, την όπτηση του μίγματος και την επαναλειοτρίβηση του προϊόντος της όπτησης. Η σκόνη που λαμβάνεται με τον τρόπο αυτό, κατά την ανάμιξη της με νερό, δίνει πλαστικό και συγκολλητικό πολτό, ο οποίος στην συνέχεια με αντιδράσεις κυρίως ενυδάτωσης, μετατρέπεται σε στερεά μάζα με αξιόλογες μηχανικές αντοχές και μεγάλη διάρκεια. Τα κυριότερα συστατικά των πετρωμάτων που χρησιμοποιούνται είναι πυριτικές και αργιλικές ενώσεις του ασβεστίου

Υάλος (glass): Κοινώς γυαλί ονομάζεται το διαφανές υλικό το οποίο προκύπτει κατά την σύντηξη και στην συνέχεια ψύξη μέχρι στειροποίησης, διφόρων πυριτικών αλάτων.

Υδράσβεστος: Ονομάζεται το υδροξείδιο του ασβεστίου {Ca(OH)2} το οποίο παράγεται από την σβέση της άσβεστου. Ανάλογα με την ποσότητα του νερού που χρησιμοποιείται με τον τρόπο σβέσης, η υδράσβεστος λαμβάνεται υπό την μορφή πολτού ή σκόνης.

Υδραυλική άσβεστος: Ονομάζεται η άσβεστος που παράγεται από την όπτηση αργιλούχων ασβεστόλιθων με περιεκτικότητα 10-15% σε άργιλο. Το είδος αυτό της άσβεστου έχει υδραυλικές ιδιότητες που οφείλονται στις σχηματιζόμενες κατά την όπτηση ενώσεις των οξειδίων του αργιλίου, πυριτίου, και σιδήρου με την άσβεστο, που αποτελούν τους υδραυλικούς παράγοντες της κονίας.

Υδρόφοβος (Hydrophobic) : Είναι όρος ο οποίος χαρακτηρίζει τις χημικές ενώσεις ή τις ομάδες κάποιων μορίων οι οποίες δεν αλληλεπιδρούν με το νερό όταν έρθουν σε επαφή με αυτό.

Υδρύαλος: Είναι διαλυτά πυριτικά άλατα (Νa). Παρασκευάζεται με την διάλυση πυριτικού άμμου σε καυστικά αλκάλια. Είναι εξαιρετικά ασταθή, διασπώνται ακόμα και με το στέγνωμα. Όταν διασπώνται αποδίδουν πίσω τα καυστικά αλκάλια.

Υπόστρωμα ζωγραφικού έργου(ground,support): Η κατάλληλα επεξεργασμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τοποθετούνται τα χρωματικά στρώματα. Ως υποστρώματα έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί διάφορα είδη ξύλου, διάφορα είδη πέτρας, ο πηλός, το χαρτί, διάφορα μέταλλα, γυαλιά, επιχρίσματα, κλπ

Χημική διάβρωση(chemical degradation):Διάβρωση των αντικειμένων που προκαλείται από χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν μεταξύ των αντικειμένων, του περιβάλλοντος τους και της ατμόσφαιρας

Χημικός καθαρισμός : Ο καθαρισμός που πραγματοποιείται με χρήση διαλυτών και χημικών αντιδραστηρίων.

Χρωματικό στρώμα ζωγραφικού έργου (paint layer): Με τον όρο αυτό θεωρούμε ένα έγχρωμο υλικό που κείται με την μορφή λεπτής στρώσης επάνω στο υπόστρωμα. Το πάχος του χρωματικού στρώματος ποικίλει από 1μm έως 200μm.

Χρωστικές (pigments): Είναι λεπτόκοκκα έγχρωμα υλικά, που σχηματίζουν αιωρήματα με το οργανικό μέσο στο οποίο διασπείρονται. Οι χρωστικές προέρχονται από ένα μεγάλο φάσμα ουσιών οργανικών και ανόργανων φυσικών και τεχνητών.

Ψηφίδα (tessera, pique): Η μονάδα κατασκευής των ψηφιδωτών, που μπορεί να είναι από φυσικά υλικά - πέτρες, μάρμαρα, φίλντισι, κοράλλι, ημιπολύτιμους λίθους, κόκαλο, κοχύλια κ.α. ή από τεχνητά υλικά (κεραμίδι, υαλόμαζα, γυαλί κ.α.). Οι ψηφίδες είναι στερεωμένες πάνω στην επιφάνεια που διακοσμούν με την βοήθεια κονιάματος

Ψηφιδωτό (mosaic): Με τον όρο ψηφιδωτό εννοούμε συνήθως μια αρχιτεκτονική επιφάνεια - δάπεδο, τοίχο, οροφή - που καλύπτεται από ένα διακοσμητικό στρώμα αποτελούμενο από ψηφίδες.

Ώχρα (ochre): Ονομάζεται το ορυκτό του σιδήρου το οποίο αποτελείται από ένυδρο οξείδιο του, 2Fe2 O3.3H2O και χρώμα καστανό έως κίτρινο

Μήκος

1 inch =25.4 mm
1 feet = 12 inch = 30.48cm
1 yard = 3 feet =36 inch = 91.44cm
1 mile = 1760 yard = 1609m

Eπιφάνεια

1 inch2 = 6.452 cm2
1 feet2 = 9.29dm2
1 yard2= 0.84m2
1 mile2 = 2.59m2

Όγκος

1 inch3 = 16.387cm3
1 feet3 = 28.317dm3
1 yard3 = 0.765m3
1gallon (Αγγλία) = 4.546L
1gallon ( Η.Π.Α) = 3.78533L
1onze (oz) = 0.0284L = 28.4 mL

Βάρος

1 onze (oz) = 28.350g
1 Libra (lb) = 454g
1 tone (Αγγλία ) = 2240 lb = 1016Kg
1 tone (Η.Π.Α) = 2000 lb = 907Kg

Θερμοκρασία

°C = 5/9 (°F - 32) °C = K - 273 °F = 9/5 °C + 32 K = °C +273


°C = celsious, K = Kelvin, °F = Fahrenheit